περικόπτομαι

περικόπτομαι
περικόπτομαι, περικόπηκα βλ. πίν. 124 και πρβλ. περικόβομαι

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περικόπτω — ΝΜΑ και περικόβω Ν νεοελλ. 1. αφαιρώ μέρη από ένα σύνολο, λ.χ. από κείμενο, κινηματογραφική ταινία κ.λπ. 2. μειώνω, ελαττώνω, περιστέλλω περιορίζω νεοελλ. αρχ. κόβω κάτι ολόγυρα, στις άκρες, ακρωτηριάζω, κολοβώνω, κουτσουρεύω μσν. αρχ. αναχαιτίζω …   Dictionary of Greek

  • περισκάπτω — ΝΜΑ νεοελλ. σκάβω τάφρο γύρω από έναν χώρο μσν. αρχ. 1. σκάβω γύρω γύρω 2. παθ. περισκάπτομαι α) ανασκάπτομαι β) (για έλικα κοχλία) περικόπτομαι, κόβομαι γύρω γύρω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”